Thursday, August 16, 2007

δεν έχω άλλες εικόνες να δείξω
η φύση με πληγώνει ή μάλλον όχι με μελαγχολεί
δεν μπορώ να συνδεθώ μαζί της
γιατί δεν είμαι πια ο εαυτός μου
έχω γίνει κάτι άλλο, μια περίληψή του ίσως,
κι η φύση μου θυμίζει αυτό που κάποτε ήμουν
τώρα κοιτάω στα μάτια τον ήλιο και βλέπω θάνατο
βλέπω μια αρρώστια
βλέπω ένα χνάρι χαράς και νιώθω τα χνώτα μου να βρωμάνε
από ένα περσινό λάθος
εκείνο το περσινό λάθος αναμοχλεύει όλο το παρελθόν συμπυκνωμένο
βουτάω στη θάλασσα κι έρχεται βίαιο κύμα
εκεί που κάποτε κολυμπούσαμε γαλήνια
εγω και κάποιοι φίλοι, από τα παλιά
δεν θυμαμαι πια ποιος πρόδωσε ποιον
ακούς που φυσάει στην έρημη γη
ζηλεύω αυτούς που πήγαν διακοπές και ποτέ δεν χρειάστηκε να γυρίσουν

4 Comments:

Blogger Alex A. said...

Μου άρεσε πολύ αυτό το ποστ. Έχεις δίκιο - τα καλοκαίρια μας δεν είναι πια αυτά που ήταν.

11:37 AM  
Blogger DREAM ON FUCKERS said...

καλοκαίρι χωρίς φωτογραφίες.
βιβλίο χωρίς νέες σελίδες.
μαύρο χρώμα, παλι.

μαυροντυμενο κοριτσι - ρομποτ

2:50 PM  
Blogger candyblue said...

Το μονότονο ρεφρέν των τζιτζικιών με πηγαινοφέρνει σε ότι πιο παλιό υπάρχει από καλοκαίρι στο χρονοντούλαπο της μνήμης μου. Με ψευτοπαίρνει ο ύπνος στην αιώρα της φαντασίας μου. Όνειρα με χυμώδεις θάλασσες γεμάτες αφρόψαρα και αναμνήσεις ηλίασης. Είμαι σε μια τεράστια παραλία που θυμίζει δαντέλα Κρήτης κι όταν μελαγχολώ σε σκέφτομαι. Στέκομαι μόνη και ακούω το κύμα να απομακρύνεται. Η δικιά μου παραλία δεν έχει καύκαλα σουπιάς και μαγικά δειλινά δίπλα στην θάλασσα. Δεν έχει κανένα δείκτη προστασίας στο δέρμα.Έχει μόνο εμένα που κοιτάω την παλιούρα του τότε να αφανίζεται από τον πολιτισμό του τώρα.Όλα υπέρ του θυμικού. Σχιστόλιθοι,αλμυρίκια,καλαμιές στα βαλτόνερα,νευρικοί σκορπιοί,γεμάτοι εύσημα πόνου. Περιττώματα γαιδάρων,χώμα,ιώδιο,πέτρα,φωνές που τις παίρνει για μενταγιόν ο άνεμος. Παλιός κόσμος,παλιός ουρανός παλιά σύννεφα,παλιά μητέρα και πατέρας, παλιός βυθός, παλιά δόντια, μάτια,έρωτες. Παλιοί φίλοι,παλιά φαγητά και μυρωδιές. Παλιά τραγούδια,παλιός αέρας από τα δυτικά,παλιά ποδήλατα πεταμένα στην παλιά άσφαλτο. Παλιές εφημερίδες ποτισμένες με αλμύρα και λεκέδες φρούτων. Παλιά αντηλιακά. Παλιοί άνθρωποι ολόφρεσκοι ακόμα, μαζί με όλον αυτό τον παλιό κόσμο. Κανένας δεν ήξερε τότε τι θα γίνει μετά. Ανοίγω τα μάτια μου απότομα .Εδώ είμαι. Ακόμα εδώ. Κρατάω στα χέρια μου ένα κουτί γεμάτο μέλλον που ψύχεται παίρνοντας μορφή και περιεχόμενο, που κανείς άλλος δεν θα γνωρίσει ποτέ. Το κουτί αυτό έχει αέρα, νερό, άμμο,βαθιά σπήλαια και λίγο σύμπαν. Παράξενο. Από μακριά, αν με δει κάνεις θα νομίσει ότι κήδεψα τον οίστρο των ημερών,αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Αναχαιτίζω φρενιτίδες και κοινοτοπίες που θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Τώρα έχω ένα σπάνιο χαλαζία στο λαιμό μου γεμάτο φαντάσματα, που παίρνει όλη την αρνητική μου ενέργεια και όταν θολώνει από αυτήν τον βγάζω στον ήλιο να καθαρίσει. Σε φέρνω στο νου μου και κοινωνώ τα όνειρα στο σάλιο των λέξεων σου. Θα κάνουμε όμορφα πράγματα μαζί να το θυμάσαι. Θα γεμίσουμε τα χέρια μας μελάνι τυπογραφείου,θα κόψουμε παλιές εφημερίδες,θα κολλήσουμε νύχτα και μέρα πάνω τους και μετά θα χρωματίσουμε από την αρχή όλα όσα ήρθαν και μας βρήκαν. Τις λασπωμένες φωνές,τα αμαρτωλά καπούλια,την σκόνη που αιωρείται συνέχεια από πάνω μας και μας λερώνει. Ξανά από την αρχή. Θα φτιάξουμε ένα νέο κόσμο. Και θα τον πουλήσουμε μετά. Θα ανταμώσουμε κάτω από μια νέα θεωρία εξέλιξης. Κάτω από ένα νέο κόσμο που θα έχει μελωδίες πουλιών, μια δύση κατακόκκινη στη μέση μιας λίμνης, αστέρια άπειρα και ένα μεγάλο «ΝΑΙ». Το τέλος πλησιάζει μεταμφιεσμένο σε αρχή. Φοβάμαι τόσο που έχω γαντζώσει τα νύχια μου στα πιο βαθιά μου όργανα. Ερχόμαστε και φεύγουμε μονοί μας, όλα τα υπόλοιπα είναι ένα δώρο. Αλμυρή ονειροτροφή. Ιώδιο στη μνήμη και στα τραύματα που άφησε ο παλιός μας κόσμος, καθώς γκρεμιζόταν στο σχήμα του καινούργιου. Πάω να γευτώ την μέρα που σαν ολόφρεσκο φρούτο κρεμιέται στον ορίζοντα αν και ξέρω πως τίποτα δεν θα σταματήσει τον πόνο από όλα αυτά τα αγκάθια που έχω μέσα μου, μιας και στέκομαι άπραγη στον πόνο. Ξέρω πως η απραξία για κάτι καλύτερο ισούται με τον θάνατο. Και όπως λέει και ο Κούντερα «Ο θάνατος μπλεδίζει,όπως η ανυπαρξία. Γιατί η ανυπαρξία είναι ένα απέραντο κενό και το κενό είναι μπλε και τίποτα δεν είναι πιο όμορφο από το μπλε»

5:42 PM  
Blogger ολα θα πανε καλα... said...

Kαλησπέρα.
Πάντως από αυτό το καλοκαίρι θα θυμάμαι το κιτρινοπορτοκαλί χρώμα της φωτιάς παντού τριγύρω.
Το σχόλιο του/της candyblue μου θύμισε λίγο από γραφή Γιάννη Ξανθούλη.

12:57 AM  

Post a Comment

<< Home